Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

κινούμαι κουνιέμαι (

  • 1 двигаться

    κινούμαι; κουνιέμαι ( передвигаться); ξεκινώ ( с места) προχωρώ ( вперёд)

    Русско-греческий словарь > двигаться

  • 2 качаться

    1. (двигаться непериодически) κινούμαι/κουνιέμαι (μη περιοδικά) 2. (колебаться периодически) ταλαντεύομαι (περιοδικά).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > качаться

  • 3 двигать

    двигать κινώ, κουνώ (пере ставлять) \двигаться κινούμαι κουνιέμαι (передвигаться ) ξεκινώ (с места ) προχωρώ (вперёд)
    * * *
    κινώ, κουνώ ( переставлять)

    Русско-греческий словарь > двигать

  • 4 пошевеливаться

    пошевелива||ться
    несов κινούμαι, κουνιέμαι, σαλεύω:
    \пошевеливатьсяйся!.

    Русско-новогреческий словарь > пошевеливаться

  • 5 ворочать

    ρ.δ.
    1. μ. μετακινώ, στρέφω, γυρνώ, κυλώ• μετακινώ κυλώντας•

    с трудом -ет камни με δυσκολία μετακινεί τις πέτρες.

    2. μτφ. διαχειρίζομαι, κουμαντάρω, διοικώ όπως θέλω.
    3. μτψ. γυρίζω, περιστρέφω.
    1. γυρίζω, γυρνώ από το ένα μέρος στο άλλο, στριφογυρίζω•

    он всю ночь -лся и не мог, спать αυτός όλη τη νύχτα στριφογύριζε και δε μπορούσε νά κοιμηθεί.

    2. κινούμαι, κουνιέμαι,’ δρω, ενεργώ δραστήρια•

    эй -айтесь, надо ведь работать ε, κουνηθείτε, πρέπει να βγει και δουλιά.

    Большой русско-греческий словарь > ворочать

  • 6 двигать

    -аю, -аешь κ. движешь, -жет; παθ. μτχ. ενστ. движимый, βρ: -жим, -а, -о, ρ.δ.
    1. κινώ, κουνώ, σαλεύω, μετακινώ, μετατοπίζω•

    двигать мебель μετακινώ το έπιπλο.

    || μτφ. προωθώ, μετακινώ•

    двигать батальон в атаку προωθώ το τάγμα για επίθεση.

    || κινώ με•

    двигать руками κινώ με τα χέρια.

    2. μτφ. βάζω, θέτω σε κίνηση, κινώ.
    3. μτφ. συμβάλλω, συντελώ’ (στην ανάπτυξη, προοδο), ωθώ, προωθώ, δίνω ώθηση•

    двигать науку συντελώ στην πρόοδο της επιστήμης•

    двигать дело προωθώ την υπόθεση.

    4. υποκινώ, παρακινώ•

    им движет чувство жалости κινείται από αίσθημα οίκτου•

    им двигает страсть κινείται από πάθος•

    им движет тщеславие κινείται από φιλοδοξία (ματαιοδοξία).

    5. ξεκινώ, μπαίνω σε κίνηση.
    εκφρ.
    еле ή с трудомκ.τ.τ. двигать ногами μόλις μπορώ και παίρνω (σέρνω) τα πόδια.
    1. κινούμαι, κουνιέμαι, μετακινούμαι, μετατοπίζομαι, σαλεύω. || μτφ. αναπτύσσομαι, ανεβαίνω, προωθούμαι, προάγομαι•

    двигать по службе προάγομαι στην υπηρεσία, ανεβαίνω στην υπηρεσιακή ιεραρχία.

    2. ξεκινώ, εκκινώ, μπαίνω σε κίνηση.

    Большой русско-греческий словарь > двигать

  • 7 шевелить

    -велю, -велишь
    ρ.δ.
    1. μ. κινώ, κουνώ, σαλεύω, σείω•

    ветер -ит сучья деревьев ο άνεμος κουνά τα κλαδιά των δέντρων.

    || ανακατώνω, αναστρέφω, αναποδογυρίζω, ανασκαλίζω•

    шевелить соко αναστρέφω το χόρτο (για να ξεραθεί)•

    шевелить угли в печке ανασκαλίζω τα κάρβουνα στη θερμάστρα.

    2. μτφ. ανακινώ, αναδεύω• διεγείρω• κινώ, βάζω σε κίνηση•

    старые воспоминания ανακινώ παλαιές αναμνήσεις•

    он такой вялый; надо его шевелить είναι τόσο νωθρός, που πρέπει συχνά να τον τσινάς.

    3. θροώ, θροϊζω.
    1. κινούμαι, κουνιέμαι•

    листья -лятся от ветра τα φύλλα κουνιούνται από τον άνεμο•

    в строю шевелить нельзя στη σύνταξη δεν επιτρέπεται η κίνηση•

    он ещё не умер, -ится αυτός ακόμα δεν πέθανε, κουνιέται.

    2. μτφ. αναδεύομαι, ανακινούμαι, διεγείρομαι. || ταράσσομαι, αρχίζω να αντιδρώ.
    3. (προστκ.)
    ись
    -йтесь (παρότρυνση για δράση) κουνήσου, κουνηθείτε.
    εκφρ.
    - ятся деньгиπαλ. υπάρχουν χρήματα.

    Большой русско-греческий словарь > шевелить

  • 8 ходить

    хожу, ходишь
    ρ.δ.
    1. βαδίζω, περπατώ, πηγαίνω, βαίνω•

    только что он начал -после тифа μόλις άρχισε αυτός να βαδίζει μετά τον τύφο.

    2. βλ. идти (1 σημ.), με τη διαφορά ότι•

    ходить σημαίνει επαναληπτική κίνηση, προς διάφορες κατευθύνσεις και σε διάφορο χρόνο•

    ходить с угла в угол βαδίζω από γωνία σε γωνία•

    ходить на цыпочках βαδίζω στις μύτες των ποδιών•

    ходить в ногу συμβαδίζω, πηγαίνω βήμα (βηματισμό)•

    ходить на вслах, πηγαί-με τα κουπιά, κωπηλατώ.

    || κινούμαι•

    месяц -ит по небу το φεγγάρι κινείται στον ουρανό.

    || μεταδίδομαι, εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    дым -ит по всей комнате ο καπνός ξαπλώνεται σ όλο το δωμάτιο.

    3. μεταβαίνω, πηγαίνω (με σημ. επανάληψης της ενέργειας, προς διάφορες κατευθύνσεις κ. διάφορο χρόνο)•

    ходить по магазинам πηγαίνω στα μαγαζιά•

    ходить на охоту πηγαίνω στο κυνήγι•

    ходить в школу πηγαίνω στο σχολείο•

    ходить в гости πηγαίνω φιλοξενούμενος•

    ходить гулять πηγαίνω περίπατο.

    || εκστρατεύω• πορεύομαι• επιτίθεμαι.
    4. κινούμαι γρήγορα.
    5. μεταδίδομαι από χέρι σε χέρι. || διαδίδομαι•

    вести -ят в народе τα νέα διαδίδονται (κυκλοφορούν) στο λαό.

    6. κινούμαι πίσω-μπρος, παλινδρομώ•

    -ит пила το πριόνι πηγαίνει πίσω-μπρός ή μπρος• πίσω•

    поршни -ят вверх и вниз τα έμβολα πηγαίνουν άνω-κάτω (ανεβοκαταβαίνουν).

    7. ταλαντεύομαι, δονούμαι, κουνιέμαι•

    мост -ит из стороны в сторону η γέφυρα κουνιέται (πηγαίνει πέρα-δώθε).

    8. βλ. идти (10 σημ.)•
    9. (διαλκ.) φουσκώνω (για ζυμάρι κ.τ.τ.).
    10. τ ιμώμαι•

    квартира -ит двадцать рублей το διαμέρισμα αυτό νοικιάζεται είκοσι ρούβλια.

    || κυκλοφορώ• περιφέρομαι ή είμαι σε χρήση, σε συναλλαγή.
    11. περιποιούμαι, φροντίζω•

    ходить за больным περιποιούμαι τον άρρωστο•

    ходить за цветами περιποιούμαι τα λουλούδια.

    12. έχω το βαθμό, υπηρετώ με το βαθμό ή το αξίωμα.
    13. φορώ, φέρω•

    ходить в очках φορώ γυαλιά•

    ходить в лэлтях φορώ πα-λιοτσάρουχα.

    14. (γι,α κατάσταση)• βαδίζω, πηγαίνω•

    ходить как в тумане βαδίζω σαν σε ομίχλη (είμαι σκοτουριασμένος)•

    ходить повеся нос πηγαίνω με κρεμασμένο το κεφάλι (ταπεινωμένος)•

    ходить угрюмным βαδίζω σκυθρωπός•

    ходить голодным γυρίζω (περιφέρομαι) νηστικός.

    15. βλ. идти (19 σημ.).
    16. αφοδεύω, αποπατώ ή ουρώ.
    εκφρ.
    ходить в золоте – ντύνομαι (βγαίνω) ντυμένος στα χρυσά (πολυτελέστατα)•
    ходить по деламπαλ. • είμαι επιτετραμμένος ή ενταλμένος•
    не ходить за словом в карманπαλ.βλ. έκφραση στη λ. лезть•
    (все) под Богом -имπαλ. • άλλοι καθορίζουν την τύχη μας• όλα είναι δυνατόν να συμβούν.

    Большой русско-греческий словарь > ходить

  • 9 откачнуть

    ρ.σ.μ. κουνώ, κινώ μετακινώ. || μτφ. (απρόσ.) αποστρέφομαι, ξεκόβω•

    его -ло от старых друзей αυτός ξέκοψε από τους παλιούς φίλους.

    κουνιέμαι, κινούμαι, μετακινούμαι. || κινούμαι απότομα προς τα πίσω. μτφ. (απλ.) αποστρέφομαι, ξεκόβω.

    Большой русско-греческий словарь > откачнуть

  • 10 заколебаться

    заколеба||ться
    сов ἀρχίζω νά ταλαντεύομαι / ἀρχίζω νά κινούμαι, ἀρχίζω νά κουνιέμαι (т.к. о предметах):
    су́дьи \заколебатьсялись οἱ δικαστές ταλαντεύθηκαν.

    Русско-новогреческий словарь > заколебаться

См. также в других словарях:

  • ξεκουνώ — άω 1. σείω, κουνώ, ταρακουνώ ή μετακινώ κάτι («χαράκι αμαδολόγανε και ριζιμιά ξεκούνειε», δημ. τραγούδι) 2. κινούμαι, κουνιέμαι («δυο δόντια τού εβγήκασι και τ άλλα ξεκουνήσαν», Ερωτόκρ.) …   Dictionary of Greek

  • κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»